-
1 ἀπολοίμιον φανόν
ἀπολοίμιον φανόν· τὸν ἐπὶ δόλῳ, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπολοίμιον φανόν
-
2 φυσάω
I abs., blow, puff (opp. ἀάζω, Arist.Pr. 964a11), of bellows,φῦσαι.. ἐφύσων Il.18.470
; of the wind, 23.218; of men,φυσητῆρας ἐσθέντες.. φυσῶσι τοῖσι στόμασι Hdt.4.2
, cf. Th.4.100, Call.l.c.; δεινὰ φυσᾷ snorts furiously, E.IA 381 (troch.); metaph. from a flute-player, ; μέγαφυσᾶν, Lat. magnum spirare, E.IA 125 (anap.);οἱ φυσῶντες ἐφ' ἑαυτοῖς μέγα Men.302
;μεγάλα φ. Id.Epit. 492
, Ph.2.85;ἡλίκον ἐφύσα τότε Luc.Nec.12
; αἷμαφυσῶν Ἄρης breathing blood and murder, S.El. 1385 (lyr.); πολιτικὸν φύσημα φ. swell with political pride, Pl. Alc.2.145e; abs.,παύου φυσῶν Ephipp.5.20
(anap.);οὐκ ἐφύσων οἱ Λάκωνες ὡς ἀπόρθητοί ποτε; Antiph.117
(troch.);τῇ γένῇ φυσῶντες Herod.2.32
;φυσῶσα ἐπὶ τῷ γένει D.Chr.58.5
.II trans., puff or blow up, distend, φ. κύστιν blow up a bladder, Ar.Nu. 405 (anap.); of bag-pipers, Id.Ach. 863; φ. δίκτυον, prov. of labour in vain, Phryn. PSp.121 B.; φ. τὴν γνάθον, of one going to be shaved, Ar.Th. 221 (but φ. τὰς γνάθους to puff them up, of pride, D.19.314); distend, of disease, AP11.13 (Ammian.):—[voice] Pass.,ἀσκοὶ πεφυσαμένοι Sophr.
in PSI11.1214d9 (cf. Epich.246);φλέβας φυσωμένας Hdt.4.2
;ἡ γαστὴρ ἐπεφύσητό μου Ar.Pl. 699
;πρόβατα ἀποδαρέντα καὶ φυσηθέντα X.An.3.5.9
; πεφυσημένοι puffy, swollen, opp. εὔχροοι, Id.Lac.5.8.b later of a solid swelling, e.g. of the tongue,ὅταν φυσηθῇ Aët.8.40
; of the male breasts at puberty,φυσῶνται κατὰ ποσόν Paul.Aeg.6.46
.2 metaph., puff one up, make him vain, and so cheat him, D.13.12, 59.38;φ. αὐτὸς ἑαυτόν Aristaenet.1.27
:—[voice] Pass., to be puffed up,ἐπὶ δυνάμει X.Mem.1.2.25
, cf. D.59.97, Arr.Epict.2.16.10;ὑπὸ τῆς τύχης Plu. 2.68f
;πεφυσημένοι τὴν ψυχήν D.Chr.30.19
.6 blow a wind instrument,φ. κόχλους E. IT 303
; also φυσᾶν abs., Ar.Av. 859, cf. Epigr. ap. Ath.8.337f; φυσᾶντες ([dialect] Boeot.) Ar.Ach. 868; χέρ' ἐφύση blew into.., Theoc.19.3:—[voice] Pass.,κόχλου φυσηθέντος Id.22.77
.7 [voice] Pass., to be blown about, ;πέτεται [ὁ πάππος].., ὑπὸ τῶν παιδίων φ. Eub.107.22
.
См. также в других словарях:
Φανόν, Φραντς — (Fanon, Φορ ντε Φρανς 1925 – Ουάσινγκτον 1961). Μαρτινικάνος συγγραφέας. Μιγάς, εγγονός σκλάβων, αφιέρωσε τη ζωή του στη μάχη για την ανεξαρτησία του Τρίτου Κόσμου. Σπούδασε ιατρική και ψυχολογία στη Γαλλία και στη συνέχεια πήγε στην Αλγερία,… … Dictionary of Greek
ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… … Dictionary of Greek